στρωτήρ

στρωτήρ
στρω-τήρ, ῆρος, ,
A rafter laid upon the bearing beam; mostly in pl., Ar.Fr.72; of a drunken man,

ὅταν μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἢ τὰς δοκοὺς ἀριθμεῖν Thphr.Vert.12

, cf. IG22.1672.63, al., 42(1).102.179,235 (Epid., iv B.C.), Ph.Bel.87.25, Plb.5.89.6, IG12(3).324.11 (Thera, ii A.D.): generally, cross-beam, Hp.Art.7,78; expld. by σανίδες εἰς ὀροφὴν ἐπιτήδειοι, AB302; opp. δοκοί, Str.16.4.13; difft. from δοκοί and ἀπότομα, BGU1546.8 (iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στρωτήρ — rafter laid upon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωτῆρα — στρωτήρ rafter laid upon masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωτῆρας — στρωτήρ rafter laid upon masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωτῆρες — στρωτήρ rafter laid upon masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωτῆρος — στρωτήρ rafter laid upon masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωτήρων — στρωτήρ rafter laid upon masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωτήριον — τὸ, Α [στρωτήρ] υποκορ. τού στρωτήρ* …   Dictionary of Greek

  • στρωτήρας — ο / στρωτήρ, ῆρος, ΝΑ πλάγια δοκός τής στέγης προσαρτημένη στη μεγάλη ή κεντρική δοκό νεοελλ. δοκός στην οποία στερεώνονται οι σιδηροτροχιές, κν. τραβέρσα αρχ. 1. δοκός η οποία τοποθετείται εγκάρσια πάνω σε άλλη 2.στον πληθ. οἱ στρωτῆρες η… …   Dictionary of Greek

  • στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”